- ἰατροτέχνης
- ἰᾱτρο-τέχνης, ου, ὁ,A practiser of medicine, Ar.Nu.332 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιατροτέχνης — ἰατροτέχνης, ὁ (Α) αυτός που έχει ως επάγγελμα την ιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + τεχνης (< τέχνη), πρβλ. δεξιο τέχνης, καλλι τέχνης] … Dictionary of Greek
ἰατροτέχναι — ἰᾱτροτέχναι , ἰατροτέχνης practiser of medicine masc nom/voc pl ἰᾱτροτέχνᾱͅ , ἰατροτέχνης practiser of medicine masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατροτέχνας — ἰᾱτροτέχνᾱς , ἰατροτέχνης practiser of medicine masc acc pl ἰᾱτροτέχνᾱς , ἰατροτέχνης practiser of medicine masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek